ταράζομαι

ταράζομαι
ταράζομαι, ταράχτηκα, ταραγμένος βλ. πίν. 24

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλχαίνω — (Α) 1. κάνω κάτι πορφυρό, δίνω σε κάτι πορφυρό χρώμα 2. μτφ. κάνω κάτι σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη θάλασσα 3. ταράσσω τον νου μου, ανησυχώ, σκέπτομαι ή εξετάζω κάτι κατά βάθος («Δηλοῑς γάρ τι καλχαίνουσ ἔπος», Σοφ.) 4. μτφ. επιθυμώ… …   Dictionary of Greek

  • καρδίτσα — Πόλη (υψόμ. 105 μ., 32.031 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Είναι χτισμένη στο δυτικό άκρο της Θεσσαλικής πεδιάδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην Κ. γίνεται η διακίνηση και το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων της θεσσαλικής γης, ενώ η πόλη… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • περιπαφλάζω — Α παφλάζω, ταράζομαι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παφλάζω «ταράζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • χολοταράζομαι — Ν ταράζομαι από μεγάλο θυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος/χολή + ταράζομαι] …   Dictionary of Greek

  • τρέμω — 1. αμτβ., ταράζομαι από αλλεπάλληλες μικρές κινήσεις, τουρτουρίζω, ανατριχιάζω: Τρέμουν τα χέρια του. – Τρέμει, όταν αηδιάζει. 2. ταράζομαι από φόβο, δειλιάζω: Τρέμω, όταν συλλογίζομαι το θάνατο. 3. αγωνιώ, ανησυχώ: Τρέμει για την υγεία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγελοσκιάζω — 1. τρομάζω κάποιον 2. αγγελοκρούομαι, τρομάζω βλέποντας τον άγγελο τού θανάτου, πνέω τα λοίσθια 3. ταράζομαι, τρομάζω 4. σεληνιάζομαι 5. αγγελοκόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το παθ., που παράγεται από το άγγελος + σκιάζομαι, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… …   Dictionary of Greek

  • αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοξυρίζομαι — 1. ξυρίζω κάποιον και ξυρίζομαι από αυτόν 2. ταράζω κάποιον στη φλυαρία και ταράζομαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο + ξυρίζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”